- αποματαιζω
- ἀποματαΐζωἀπο-ματαΐζωвыпускать кишечные газы Her.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποματαΐζω — ἀποματαΐζω (Α) [ματαΐζω] 1. συμπεριφέρομαι με απρέπεια 2. πέρδομαι … Dictionary of Greek
ἀποματαίσαι — ἀποματαίσαῑ , ἀποματαίζω behave idly aor opt act 3rd sg ἀποματαΐσαι , ἀποματαίζω behave idly aor inf act ἀποματαΐσαῑ , ἀποματαίζω behave idly aor opt act 3rd sg ἀποματαίσαῑ , ἀποματαίζω behave idly aor opt act 3rd sg ἀποματαΐσαι , ἀποματαίζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεματάισε — ἀπεματάϊσε , ἀποματαίζω behave idly aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεματάισεν — ἀπεματάϊσεν , ἀποματαίζω behave idly aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)